- παρατεταμένης
- παρατείνωstretch out alongperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
ιατρογενής — Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της… … Dictionary of Greek
κολποδυστροφία — η ιατρ. δυστροφική πάθηση τού βλεννογόνου τού κόλπου η οποία παρατηρείται κατά τη διάρκεια παρατεταμένης γαλουχίας ή μετά την εμμηνόπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpodystrophie < colpo (< κόλπος) + dystrophie (< νεολατ … Dictionary of Greek
κοπραναιμία — και κοπραιμία, η ιατρ. αυτοδηλητηρίαση τού οργανισμού, για την οποία πιστευόταν ότι οφείλεται σε απορρόφηση προϊόντων αποσύνθεσης τών κοπράνων σε περιπτώσεις παρατεταμένης δυσκοιλιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. copremia < copr… … Dictionary of Greek
προκαΐνη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τού παρα αμινοβενζοϊκού εστέρα τής διαιθυλαμινο αιθανόλης, ελάχιστα τοξικού υποκαταστάτου τής κοκαΐνης που χρησιμοποιείται στη γηριατρική κατά τη μέθοδο Ασλάν καθώς και σε σκευάσματα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης.… … Dictionary of Greek
προκαϊνούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. (φαρμ.) αυτός που περιέχει προκαΐνη 2. φρ. «προκαϊνούχα πενικιλλίνη» σκεύασμα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης που περιέχει προκαΐνη … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
στρυχνίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στα σπέρματα του στρύχνου του Ιγνατίου (strychnos ignatii) και του Στρύχνου του εμετικού (strychnos nuxvomica). Η δράση της σ. ασκείται εκλεκτικά επί του νωτιαίου μυελού, στο μηχανισμό μετάδοσης των ανακλαστικών με την… … Dictionary of Greek
υπερθυλακιναιμία — η, Ν ιατρ. το αποτέλεσμα παρατεταμένης υπερεκκρίσεως ωοθυλακίνης που δεν αντιρροπείται από ανάλογη έκκριση προγεστερόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hyperfolliculinemia] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek